- αξιόχρεως
- (Α ἀξιόχρεως, -ων κ. ιων. ἀξιόχρεος, -ον)όποιος εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει, συνεπής, αξιόπιστοςαρχ.1. αξιόλογος, σημαντικός («ἀξιόχρεως πόλις, Θουκυδ.)2. ο ικανός, αυτός που μπορεί να κάνει κάτι («ἢ οὐκ ἀξιόχρεως ο θεός... μίασμα λῡσαι;», Ευριπίδης)3. «ἀξιόχρεα ἀπηγήσιος» (Ηρόδ.)άξια αφήγησης, αυτά που αξίζει να τα διηγηθεί κανείς.[ΕΤΥΜΟΛ. < άξιος + -χρεως < αττ. χρέως ή -χρεος < ιων. χρέος].
Dictionary of Greek. 2013.